ακαλμάριστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει καλμάρει, δεν έχει ηρεμήσει: Η φουρτούνα και την άλλη μέρα ήταν ακαλμάριστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγαλήνευτος — η, ο [γαληνεύω] 1. (για ανθρώπους) ανήσυχος, ταραγμένος, ακαλμάριστος 2. (για τη θάλασσα) τρικυμισμένος … Dictionary of Greek
αλάρωτος — η, ο [λαρώνω] 1. αμέρωτος, ακαλμάριστος, ανήσυχος, απαρηγόρητος 2. αγιάτρευτος, ανίατος … Dictionary of Greek
αμαλάκωτος — η, ο [μαλακώνω] 1. αυτός που δεν μαλάκωσε μετά από επεξεργασία ή αυτός που δεν είναι δυνατό να μαλακώσει, σκληρός, αδρός 2. αυτός που δεν καταπραΰνθηκε, ακαθησύχαστος, ακαλμάριστος 3. σκληρός, άτεγκτος … Dictionary of Greek
αμαϊνάριστος — η, ο [μαϊνάρω] 1. (για πανιά πλοίου ή για σημαίες) αυτός που δεν μαζεύτηκε, δεν κατεβάστηκε, δεν διπλώθηκε 2. αυτός που δεν καταπραΰνθηκε, ακαλμάριστος … Dictionary of Greek